- απομακτης
- ἀπομάκτηςἀπο-μάκτης-ου ὅ очиститель, т.е. избавитель
(μεγάλων συμφορῶν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μεγάλων συμφορῶν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απομάκτης — ἀπομάκτης, ο (θηλ. μάκτρια, η) (Α) αυτός που απομάσσει, που καθαρίζει κάτι … Dictionary of Greek
ἀπομάκτης — one who wipes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάκται — ἀπομάκτης one who wipes masc nom/voc pl ἀπομάκτᾱͅ , ἀπομάκτης one who wipes masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)